- βηχικά
- τα средства от кашля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βηχικά — βηχικός suffering from cough neut nom/voc/acc pl βηχικά̱ , βηχικός suffering from cough fem nom/voc/acc dual βηχικά̱ , βηχικός suffering from cough fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηχικάς — βηχικά̱ς , βηχικός suffering from cough fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκίο — το (AM κοκκίον, Μ και κοκκίν) [κόκκος] πολύ μικρός κόκκος νεοελλ. συν. στον πληθ. βιολ. τα κοκκία μικροσκοπικά μόρια τής ζώσας ύλης που αποτελούν το πρωτόπλασμα τού κυττάρου μσν. 1. κουκί 2. μονάδα βάρους ή νομισματική μονάδα 3. κύβος, ζάρι αρχ.… … Dictionary of Greek